- ανοιχτομάτης, -α
- ανοιχτομάτης, -α και -ισσα, -ικο επίρρ. -ικα αυτός που έχει ανοιχτά τα μάτια του, ο έξυπνος: Ανοιχτομάτης όπως ήταν, δε γελιόταν εύκολα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.