ανοιχτομάτης, -α

ανοιχτομάτης, -α
ανοιχτομάτης, -α και -ισσα, -ικο επίρρ. -ικα αυτός που έχει ανοιχτά τα μάτια του, ο έξυπνος: Ανοιχτομάτης όπως ήταν, δε γελιόταν εύκολα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανοιχτομάτης — ισσα, ικο (κ. ανοιχτόματος, η, ο) 1. αυτός που έχει τα μάτια του ανοιχτά, που δεν τον ξεγελούν, ο ξύπνιος 2. ερωτομανής …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • κουρνάζος — ο επιδέξιος, ανοιχτομάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kurnaz «δόλιος, πονηρός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”